ἀκρίτους

ἀκρίτους
ἄκριτος
undistinguishable
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • неразсоуженьнъ — (2*) пр. Безусловный: кождо грѣха и безакони˫а испытанъ бѹдеть... аще ли обрѧщетьсѧ въ бж(с)твенѣмь писании послѹшаниѥ. и ѿсѣчениѥ волѧ нерасуженьно. (ἀδιοκριτος) ПНЧ XIV, 4в; чл҃вколюби˫а ненаказана. и прощени˫а съгрѣшениѥмъ нерассѹженьна. и ина …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αβδηριτισμός — To να σκέφτεται ή να ενεργεί κάποιος σαν τους Αβδηρίτες. Οι αρχαίοι Έλληνες ονόμαζαν αβδηρίτες τους άκριτους, τους ματαιόδοξους. Η λέξη προερχόταν από τους κατοίκους των Αβδήρων, τους οποίους οι Έλληνες των άλλων περιοχών θεωρούσαν κενόδοξους και …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”